- διατατικώτερον
- διατατικόςon the stretchadverbial compδιατατικόςon the stretchmasc acc comp sgδιατατικόςon the stretchneut nom/voc/acc comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διατατικός — διατατικός, ή, όν (Α) [διατείνω] 1. έντονος, εντατικός, αναγκαστικός 2. (το ουδ. συγκρ. ως επίρρ.) «διατατικώτερον» με μεγαλύτερη έκταση … Dictionary of Greek